- αχτάρης
- οθηλ. -ισσα (λ. τουρκ.), αυτός που πουλά αρωματικά φυτά και φάρμακα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.